- ζαχαρωτός
- -ή, -όφτιαγμένος από ζάχαρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζαχαρωτός — ή, ό 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαρωτό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαράτο 3. το θηλ. ως ουσ. η ζαχαρωτή η ευρωτίαση, αρρώστια τού μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο… … Dictionary of Greek
ζαχαράτος — η, ο (Μ ζαχαρᾱτος, η, ο και σαχαρᾱτος, η, ο) 1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτο μικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. άτος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σακχαρωτός — ή, ό, Ν 1. ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρωτό α) το ζαχαρωτό β) (φαρμ.) φάρμακο, χορηγούμενο από το στόμα, το οποίο περιέχει σάκχαρο σε μεγάλη αναλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + κατάλ. ωτός (πρβλ. ζαχαρ ωτός, οδοντ ωτός). Η λ., στον πληθ.… … Dictionary of Greek
ζαχαράτος — η, ο 1. που περιέχει ζάχαρη, ο κατασκευασμένος με ζάχαρη, ζαχαρωτός. 2. γλυκός. 3. το ουδ. ως ουσ., ζαχαράτο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)